διαγγελέας — ο 1. ο αγγελιαφόρος 2. αξιωματικός και υπαξιωματικός που μεταφέρει διαταγές ανωτέρων προς κατωτέρους ή αναφορές κατωτέρων προς ανωτέρους ή και οδηγίες τού διοικητή στρατιωτικής μονάδας προς τους υφισταμένους του βαθμοφόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
διάγγελος — ο (AM διάγγελος) 1. ο διαγγελέας 2. υπασπιστής στρατηγού (ιδιαίτερος αξιωματικός) που διαβιβάζει τις διαταγές του (λατ. tesserarius) νεοελλ. 1. παλαιότερα, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος τής Αυστριακής Μοναρχίας 2. διπλωματικός αντιπρόσωπος τού πάπα … Dictionary of Greek
εξάγγελος — ο (AM ἐξάγγελος) αυτός που αναγγέλλει, που ανακοινώνει κάτι, ο αγγελιαφόρος, ο διαγγελέας 1. αυτός που διηγείται στους ηθοποιούς που βρίσκονται στη σκηνή, και επομένως και στους θεατές, όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν μέσα στο ανάκτορο ή στον οίκο,… … Dictionary of Greek
κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… … Dictionary of Greek
σιγγουλάριος — και σιγγλάριος και σινγουλάρις και σινγουλάριος και σινγλάρις, ὁ, ΜΑ 1. κυβερνητικός διαγγελέας 2. στον πληθ. oἱ σιγγουλάριοι (επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) α) επίλεκτο σώμα ιππέων στο οποίο στρατολογούσαν βαρβάρους β) σώμα επίλεκτων ιππέων που… … Dictionary of Greek
τσαούσης — ο, θηλ. τσαούσα, Ν 1. (το αρσ.) α) βαθμός υπαξιωματικού τού τουρκικού στρατού, αντίστοιχος προς τον βαθμό τού λοχία β) (παλαιότερα) i) διαγγελέας ii) πολιτικός σύμβουλος αρχηγού σώματος σε εκστρατεία iii) διοικητής απομακρυσμένης επαρχίας ή νήσου … Dictionary of Greek
Ρώμας — Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Ιταλίας, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη τον 16o αι. και έπειτα στη Ζάκυνθο. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι ακόλουθοι. 1. Αλέξανδρος (1861 – 1914). Γιος του Σπυρίδωνα. Σπούδασε πολιτικές… … Dictionary of Greek